Ἀπίου

Ἀπίου
ἄπιος 2
far away
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπίου — ἄπιον pear neut gen sg ἄπιος 1 pear tree fem gen sg ἄπιος 2 far away masc/neut gen sg ἀ̱πίου , ἄπιος 2 far away masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ATHRIBIS — urbs Aegypti Athribitis Nomi Metropolis praecise in medio τȏυ Δέλτα, quasi dicas, corpyri, ut ex veteri Grammatico Aegyptio Orione docet Etymologus, Α῾θριβην` προσηγόρευσαν, ὅπερ ἐιτις Ε῾λληνιςτὶ βούλοιτο φράζειν, οὐκ ἄλλος ἔχει λέξαι, πλην`… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανάδευση — Κατεργασία που χρησιμοποιείται στη σιδηρουργία για παραγωγή μαλακού σιδήρου. Πριν από την ανακάλυψη του απίου του Μπέσεμερ, η α. ήταν η μοναδική μέθοδος για την αφαίρεση του άνθρακα από τον χυτοσίδηρο· σήμερα όμως έχει περιπέσει σε αχρηστία. Η… …   Dictionary of Greek

  • Βιργινία — I (Virginia, 463 – 448 π.Χ.). Ρωμαία παρθένα, κόρη του εκατόνταρχου Βιργίνιου. Την αγάπησε ο Άπιος Κλαύδιος, ένας από τους δέκαρχους, άνθρωπος ακόλαστος και αλαζονικός. Αφού επιχείρησε να την κατακτήσει, σοφίστηκε το ακόλουθο τέχνασμα: Έβαλε έναν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”